- στόμωμα
- στόμωμαmouthneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στόμωμα — το, ΝΑ [στομῶ, ώνω] νεοελλ. άμβλυνση, απώλεια τής οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου αρχ. 1. στόμιο, άνοιγμα 2. η σκλήρυνση σιδήρου, η χαλύβδωση, το ατσάλωμα 3. μέταλλο που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη διαδικασία τής στόμωσης,… … Dictionary of Greek
στόμωμα — το άμβλυνση της κόψης: Στόμωμα του μαχαιριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στομωμάτων — στόμωμα mouth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομώματα — στόμωμα mouth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομώματι — στόμωμα mouth neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομώματος — στόμωμα mouth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβλυνση — η (Α ἄμβλυνσις) [ἀμβλύνω] το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια τής οξύτητας, τής αιχμηρότητάς του, στόμωμα νεοελλ. μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα … Dictionary of Greek
στομωμάτιον — τὸ, Α [στόμωμα, ατος] βελονοθήκη … Dictionary of Greek
ՍԱՅՐԱԴԻՐ — ( ) NBH 2 0692 Chronological Sequence: Early classical գ. στόμωμα acies ferri Դիրք սայրի երկաթոյ. սայր, բերան. *Բովք փորձեն զսայրադիր ʼի մուխ (ջրոյ). Սիր. ՟Լ՟Դ. 31 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
άμβλυνση — η 1. η ελάττωση της οξύτητας, το στόμωμα: Ορισμένα από τα εργαλεία παρουσίαζαν άμβλυνση. 2. χαλάρωση της οξύτητας των παθών, κατευνασμός: Παρουσιάζουν τελευταία κάποια άμβλυνση οι σχέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)